θρεφτάρι

θρεφτάρι
το
1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι
2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρεφτάρι — το 1. ζώο θρεμμένο για σφαγή: Έσφαξε ένα θρεφτάρι στο γάμο της κόρης του. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος άνθρωπος: Θρεφτάρι έγινες στο στρατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • κουνάρι — το ζώο που ανατράφηκε με φροντίδα από κάποιον, θρεφτάρι …   Dictionary of Greek

  • μανάρι — το 1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι 2. θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση τού μάννα] …   Dictionary of Greek

  • μαρτίνι — Οικισμός (υψόμ. 400 μ., 43 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίταμος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου. * * * (I) το 1. οικόσιτο αρνί, θρεφτάρι 2. είδος πτηνού, νήσσα …   Dictionary of Greek

  • μπεσλεμές — ο αρνί θρεφτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. besleme «ψυχοκόρη» < ρ. beslemek «τρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σιτευτός — ή, ό / σιτευτός, ή, όν, ΝΜΑ [σιτεύω] (για ζώα και πτηνά) καλοθρεμμένος, αυτός που έχει παχύνει με άφθονη τροφή, θρεφτάρι (α. «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», ΚΔ. β. «σιτευτοῑς βουσίν», Πολ. γ. «χῆνας σιτευτάς», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σιτιστός — ή, όν, ΜΑ [σιτίζω] ο σιτευτός, το θρεφτάρι …   Dictionary of Greek

  • τροφίας — ὁ, Α (για ζώα) αυτός που τρέφεται σε φάτνη ή σε στάβλο, σε αντιδιαστολή προς τον αγελαίο, θρεφτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”